- δευτεροπάθεια
- ηη πρόκληση δευτεροπαθούς νόσου μετά από κάποια πρωτοπαθή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτεροπάθειαν — δευτεροπάθεια secondary affection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)